- διάπηξις
- (-εως) η1) сооружение каркаса (здания); 2) каркас (здания)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διάπηξη — η (Α διάπηξις, εως) 1. σύμπηξη, συναρμολόγηση, συνένωση 2. συναρμολόγηση δοκών για τον σχηματισμό σκελετού στην οικοδομή 3. ο ίδιος ο σκελετός (η ξυλοδεσιά) … Dictionary of Greek
διάπηξιν — διάπηξ masc dat pl διάπηξις fastening together fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)